- εμετός
- εμετός, ο και μετός, ο και μετό, το1. η εξαγωγή του περιεχομένου του στομαχιού από το στόμα, ξέρασμα, ξερατό.2. η τάση για εμετό, ναυτία, αναγούλα.3. μτφ., αίσθημα αηδίας από κακόγουστες εξυπνάδες: Μου 'ρχεται εμετός από τις σαχλαμάρες του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.